- κατακεντώ
- κατακεντῶ, -έω (AM)μσν.1. κατατρυπώ2. παθ. κατακεντοῡμαι, -έομαιυποφέρωαρχ.1. διατρυπώ2. κατατοξεύω*3. ερεθίζω, ενοχλώ4. παθ. πλήττομαι με μαχαίρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κεντῶ «νύσσω, κεντρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.